Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Είναι η ακαδημαϊκή (πανεπιστημιακή) ψυχιατρική προς πώληση;

Είναι η ακαδημαϊκή (πανεπιστημιακή) ψυχιατρική προς πώληση;

British Journal of Psychiatry 2003; 182: 1-3
Συγγραφείς: David Healy & Michael Thase
Εισαγωγή από τους Mary Cannon, Kwame McKenzie & Andrew Sims.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η επίδραση της φαρμακευτικής βιομηχανίας στην ακαδημαϊκή ιατρική είναι διεισδυτική.  Περίπου το 90% των συγγραφέων άρθρων που δημοσιεύτηκαν στο Περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας  JAMA (Journal of the American Medical Association) έχουν λάβει ερευνητική χρηματοδότηση από φαρμακευτικές εταιρείες ή υπήρξαν σύμβουλοί τους.  Ανταποκρινόμενοι σε αυτήν την πρόκληση, οι αρχισυντάκτες των ιατρικών περιοδικών συμφώνησαν σε αυστηρούς κανόνες για την αναφορά χορηγιών και συγκρούσεως συμφερόντων.  Η ακαδημαϊκή ψυχιατρική δεν εξαιρείται από την επίδραση της βιομηχανίας.  Η σχέση μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών και της ακαδημαϊκής ψυχιατρικής αυτή την στιγμή είναι πολύ στενή.  Είναι όμως αυτό πρόβλημα;  Από την μια πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι σχέσεις με την φαρμακευτική βιομηχανία περιορίζουν την ανεξαρτησία των ερευνητών και πιθανόν θέτουν σε ανυποληψία την δημοσιευόμενη εργασία τους.  Από την άλλη πλευρά, η σχέση μπορεί να ιδωθεί ως παραγωγική και αμοιβαία επωφελής – ιδιαίτερα σε μια εποχή περιορισμένης διάθεσης οικονομικών πόρων στην έρευνα.  Τα θέματα αυτά διαπραγματεύονται στην αντιπαράθεση σε αυτό το τεύχος μεταξύ του Δρ. Ντέιβιντ Χήλυ (David Healy), Διευθυντή της Ψυχιατρικής Υπηρεσίας της Βόρειας Ουαλλίας και γνωστό σχολιαστή για θέματα φαρμακευτικής βιομηχανίας, και του Δρ. Μάικλ Θέις (Michael Thase), καθηγητή Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ και συγγραφέα μιας μετα-ανάλυσης για την αποτελεσματικότητα της βενλαφαξίνης που δημοσιεύτηκε σε αυτό το περιοδικό το 2001.

ΥΠΕΡ
Για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να είναι σαν να τουφεκάς χρυσόψαρα στην γυάλα.  Επισκέπτομαι ένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο, περιμένω τους ψυχιάτρους να βγουν έξω από τις αίθουσες φορτωμένοι με στυλό, κούπες, δίσκους και χαρταετούς, χαλαρωμένους σαν να τους κάνανε μασάζ ή να τους τελείωσαν την προσωπογραφία και ρωτώ: Όλα αυτά σας επηρεάζουν; Η απάντηση είναι σταθερή: Όχι.  Πώς θα έχουν όλα αυτά κάποια επίδραση πάνω μας;  Ακολουθούμε την επιστημονική τεκμηρίωση.
Ανταλλαγές σαν και αυτή στηρίζονται στην αποτυχία από πλευράς κλινικών ιατρών να κάνουν διάκριση μεταξύ των πωλήσεων και του μάρκετινγκ.  Το τμήμα πωλήσεων είναι η υποομάδα του τμήματος μάρκετινγκ υπεύθυνη για την παραγωγή όλων αυτών των πραγμάτων που αποτυγχάνουν να επηρεάσουν τους κλινικούς ιατρούς, από διαφημίσεις σε περιοδικά ή πάνω σε στυλούς και κούπες έως και τηλεοπτικό χρόνο για άμεση ενημέρωση του καταναλωτή.  Το τμήμα πωλήσεων ενεργοποιείται λίγο πριν την εισαγωγή ενός φαρμάκου στην αγορά.  Αλλά το τμήμα μάρκετινγκ αρχίζει να ενεργοποιείται από την στιγμή της ανακάλυψης ενός φαρμάκου.  Το τμήμα μάρκετινγκ αποφασίζει εάν  το νέο φάρμακο θα είναι ένα αντικαταθλιπτικό αντί ενός αγχολυτικού ή μιας θεραπείας για την πρόωρη εκσπερμάτιση.  Το τμήμα μάρκετινγκ θα αποφασίσει ποια περιοδικά θα επιλεχθούν και ποιες κλινικές μελέτες με κορυφαίους συγγραφείς θα δημοσιευτούν σε αυτά.  Το τμήμα μάρκετινγκ επιστρατεύει πανεπιστημιακούς, όπως γενετιστές, ειδικούς της νευροαπεικόνισης και ψυχιάτρους, για παροχή συμβουλών και παρουσία σε στρογγυλές τράπεζες, και έτσι δημιουργεί φίλους για την εταιρεία.  Το τμήμα μάρκετινγκ υποστηρίζει εκπαιδευτικές δράσεις εντάσσοντας σε αυτές δορυφορικά συμπόσια,  υποστηρίζοντας ομιλητές με χορηγίες και μεταφέροντας ψυχιάτρους σε διεθνή συνέδρια.  Η δουλειά των τμημάτων μάρκετινγκ είναι να δημιουργούς «τεκμηρίωση» και να διαμορφώνουν πλειοψηφούσες απόψεις.
Την χρονιά που μας πέρασε τα μεγαλύτερα περιοδικά εξέφρασαν την ανησυχία τους για το θέμα της συγγραφής εργασιών με όνομα όμως άλλου συγγραφέα, καθώς και για την σύγκρουση συμφερόντων που περιβάλλουν τις φαρμακευτικές μελέτες, ειδικότερα στην ψυχιατρική (Carpenter, 2002; Torrey, 2002).  Κάποιος θα μπορούσε να τα δει όλα αυτά ως μια συλλογή ελάσσονος κριτικής σε μια κατά τα άλλα λειτουργική συλλογή σχέσεων μεταξύ της ακαδημαϊκής κοινότητας και της βιομηχανίας.  Άλλοι βλέπουν ξεκάθαρα αυξανόμενη στοιχειοθέτηση κάποιων πέραν πάσης υποψίας διαστάσεων μιας πολύ επιτυχημένης βιομηχανικής διαδικασίας.
Οι απαρχές της βιομηχανικής αυτής διαδικασίας εντοπίζονται στην δεκαετία του 1950, όταν η πρόσβαση των ασθενών στα νέα φάρμακα περιοριζόταν από ένα σύστημα αρχικά σχεδιασμένο για εξαρτημένους: φάρμακα μόνο με συνταγογράφηση.  Το όφελος στο τομέα της ασφάλειας ήταν αυτό που έλπιζαν με αντάλλαγμα τον περιορισμό των ελευθεριών – οι ιατροί θα γνώριζαν ποια δεδομένα απουσίαζαν και τι μελέτες θα έπρεπε να γίνουν για την κατάλληλη αξιολόγηση των οφελών και των κινδύνων, και θα υποχρέωναν τις βιομηχανίες θα παρέχουν τόσο τα δεδομένα όσο και τις μελέτες.  Το σύστημα φαινόταν να δουλεύει όταν, μετά την κρίση της θαλιδομίδης, οι πανεπιστημιακοί πέτυχαν, με την μορφή των τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών, να βάλουν την τρύπα της βελόνας μπροστά από την καμήλα των βιομηχανιών (Healy, 2002).
Όμως, κανείς δεν περίμενε ότι περιοριζόμενες να πουλάνε τα φάρμακά τους για συγκεκριμένες διαταραχές και νοσήματα προς τους ιατρούς, οι εταιρείες θα πουλούσαν τις ίδιες τις διαταραχές και τα νοσήματα και θα αφιέρωναν μεγάλα ποσά στην επιμόρφωση των ιατρών – περίπου 10.000 λίρες Αγγλίας ανά έτος και ιατρό.  Λίγοι θα μπορούσαν να περιμένουν στην δεκαετία του 1960 ότι οι εταιρείες θα μπορούσαν να διακινούν στην αγορά τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων των θεραπειών από λίγες μελέτες, όπως στην περίπτωση των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης, ως στοιχειοθέτηση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητάς τους, ή ότι τέτοια τεκμηρίωση θα ήταν αρκετή να μετατρέψει τα φάρμακα αυτά σε εξαιρετικά ευπώλητα.
Η ικανότητα των εταιρειών να αχρηστεύουν τις προσδοκίες όσων θέλουν να τις περιορίσουν οφείλεται σε μια αναδόμησή τους που επιτεύχθηκε κυρίως στην δεκαετία του 1970.  Η αναδόμηση αυτή οδήγησε σε μια διάκριση μεταξύ των τμημάτων πωλήσεων και μάρκετινγκ.  Οδήγησε στην ίδρυση εταιρειών ερευνών, που υποκατέστησαν τα πανεπιστήμια ως διοργανωτές των κλινικών δοκιμών.  Οδήγησε στην δημιουργία εταιρειών συγγραφής ιατρικών δοκιμίων που τώρα γράφουν τα πρώτα, και συχνά όλα τα πρωτόλεια των κρίσιμων ανασκοπήσεων ή των άρθρων που αναφέρονται σε κλινικές μελέτες.  Αυτή είναι μια διαδικασία στην οποία οι κορυφαίοι ακαδημαϊκοί συμβάλλουν περισσότερο διακοσμητικά παρά ουσιαστικά.
Από αυτές τις νέες αναδιατάξεις προέρχεται η τεκμηρίωση  για την οποία οι κλινικοί ιατροί φαίνεται να πιστεύουν ότι τους κρατά ασφαλείς στο ακαδημαϊκό έδαφος.  Όμως ανάμεσα στην συλλογή των δεδομένων από κλινικές δοκιμές και στην παρουσίασή τους στους κλινικούς ιατρούς υπάρχουν κάποιες κρίσιμες παρεμβάσεις.  Πρώτα οι εταιρείες θεωρούν ότι τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών είναι ιδιοκτησία τους.  Μόνο υποομάδες των δεδομένων αυτών παρουσιάζονται στους κλινικούς ιατρούς.  Έπειτα, η επιλογή των δεδομένων βαφτίζεται ως επιστήμη και εμφανίζεται στα περιοδικά εκείνα με το μεγαλύτερο κύρος και με την εμφανή θέση ως συγγραφέων κορυφαίων επιστημόνων του χώρου.  Όλο αυτό έχει την εμφάνιση επιστήμης, αλλά στην πραγματικότητα είναι το αυγό του κούκου στην φωλιά της επιστήμης.
Για να είναι τα δεδομένα επιστημονικά αυτά θα πρέπει να είναι διαθέσιμα προς εξέταση.  Το ιδανικό θα ήταν να δημιουργούνταν με την διαδικασία της απάντησης επιστημονικών ερωτήσεων.  Από αυτές τις ασκήσεις στον χώρο των επιχειρήσεων δεν ικανοποιείται καμία προϋπόθεση.  Εάν υπήρχαν υποψίες ή σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των συλλεγέντων και των δημοσιευμένων δεδομένων, τότε κάποιος θα περίμενε από το ανεξάρτητο ακαδημαϊκό κατεστημένο να εναντιωθεί.  Τουλάχιστον, θα περίμενε κανείς τα δημοσιευμένα στοιχεία των μεγάλων διαφοροποιήσεων να γίνονταν δεκτά με την απαγκίστρωση των πανεπιστημιακών  από τα στρογγυλά τραπέζια των εταιρειών.  Στην πραγματικότητα, οι πιο σεβάσμιες φιγούρες  της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι πιθανό να βρεθούν να υποστηρίζουν το προϊόν.
Το να δηλώνεται ότι υπάρχει ιδιοκτησία των δεδομένων αυτών μπορεί να είναι αποδεκτό εάν οι εταιρείες περιορίσουν τα τμήματα μάρκετινγκ σε αποδεκτές με το πέρασμα του χρόνου στρατηγικές πωλήσεων των δωρεάν παροχών στους κλινικούς ιατρούς και στην υποστήριξη των πιο διάσημων από αυτούς.  Θα περίμενε όμως κάποιος να δρα ένα ανεξάρτητο πανεπιστημιακό κατεστημένο να υποχρεώνει τις εταιρείες να λειτουργούν με τους κανόνες της επιστήμης, εάν η «επιστήμη» χρησιμοποιείται ως στρατηγική μάρκετινγκ.  Οι ακαδημαϊκοί θα πρέπει βέβαια να είναι τουλάχιστον ικανοί να προσομοιώνουν με επιτυχία τις οργανώσεις καταναλωτών στο να καταδεικνύουν τις αναντιστοιχίες μεταξύ της τεκμηρίωσης και των υπερβολών – τουλάχιστον αυτό ήταν ξεκάθαρα η προσδοκία των πολιτικών, των υπηρεσιών και του κοινού στην δεκαετία του 1960.
Σε αντίθεση με τους στυλούς και τις κούπες, οι κλινικοί ιατροί δεν έχουν την επιλογή να πάρουν ή να μην πάρουν αυτά τα προϊόντα των τμημάτων μάρκετινγκ των εταιρειών.  Το γεγονός ότι αυτή η διαφημιστική πληροφόρηση εμφανίζεται σε όλα τα καλύτερα περιοδικά έχει συνέπειες.  Το γεγονός ότι όλα αυτά τα δεδομένα ενσωματώνοναι σε αλγόριθμους και πρωτόκολλα που δημιουργούνται από στρογγυλά τραπέζια ακαδημαϊκών έχει συνέπειες, ακόμα και όταν τα ενδιαφέροντα αυτών των πανεπιστημιακών, όταν εξετάζονται εξονυχιστικά, είναι αποκαλυπτικά.  Οι κλινικοί ιατροί είναι το ίδιο εξαρτώμενοι από τους ακαδημαϊκούς σε αυτή την νέα αγορά εργασίας όσο είναι εξαρτώμενο το κοινό από τους κλινικούς ιατρούς.
Αυτή την στιγμή, οι αρχισυντάκτες των περιοδικών φαίνεται να είναι οι φίλοι μας οι οποίοι, εφοδιασμένοι με τα φτυάρια των δηλώσεων ενδιαφερόντων (interest statements) και τις δηλώσεις των συγγραφέων, αναμένεται να καθαρίσουν τους στάβλους του Αυγεία από την αυξανόμενα συμβιβασμένη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όταν αυτό που χρειάζεται είναι ένα ρήγμα στην ακαδημαϊκή σιωπή και μια πλημμύρα αρνήσεως δημοσιεύσεων εκείνων που περιλαμβάνουν δεδομένα τα οποία, ενώ δεν είναι δημοσίως διαθέσιμα θέλουν να καλούνται επιστημονικά.  Η αποτυχία μας να πάρουμε θέση θα μας αφήσει επανειλημμένα να κάνουμε τον κούκο σε κάθε νέο τεύχος των μεγάλων περιοδικών.
Ντέιβιντ Χήλυ (David Healy)
 Τμήμα Ψυχολογικής Ιατρικής Βορείου Ουαλλίας,
Hergest Unit,
Μπάνγκορ Ουαλλίας LL57 2PW, Μεγάλη Βρεττανία

ΚΑΤΑ
Η ακαδημαϊκή ψυχιατρική δεν είναι προς πώληση.  Όμως το αποτέλεσμα της εργασίας των ακαδημαϊκών ψυχιάτρων, όπως αυτό των οικοδόμων, των υδραυλικών ή των μηχανικών ανταλλάσσεται με χρήμα καθημερινά και παντού.
Στις ΗΠΑ τουλάχιστον, δεν μπορεί ουσιαστικά να υπάρξει καμία ενδοπανεπιστημιακή υποστήριξη που να εγγυηθεί την έρευνα και όλο και περισσότερο οι εξωτερικοί πόροι είναι αναγκαίοι. Η φαρμακευτική βιομηχανία είναι μια σχετικά συνεπής πηγή χρηματοδότησης – εάν ο ερευνητής είναι πρόθυμος να μελετήσει ένα θέμα που ενδιαφέρει τον εν δυνάμει χορηγό.  Αυτό είναι προτιμότερο από την υποδούλωση με σύμβαση χρόνου.  Όμως, η έρευνα που χρηματοδοτείται από τις βιομηχανίες θεωρείται παγκοσμίως από τους πανεπιστημιακούς ως μειωμένου κύρους ή λιγότερο σημαντική – πέρα από το ότι οι ευκαιρίες για συγγραφή τέτοιων εργασιών είναι περιορισμένες, οι εργασίες αυτές λαμβάνουν μικρότερη βαθμολογία στην αντικειμενικότητα ή την ποιότητά τους (Rochon et al, 1994, 2002). Κατά συνέπεια, πολλές άλλες ακαδημαϊκές δραστηριότητες θα αποδώσουν θετικότερα στην καριέρα των πανεπιστημιακών.
Θα πρέπει να επιτρέπεται στους πανεπιστημιακούς να πουλάνε τις υπηρεσίες τους στην φαρμακευτική βιομηχανία;  Η συζήτηση για το θέμα αυτό μπορεί να καθοδηγηθεί από κατεστημένες ηθικές και νομικές αρχές.  Στο πιο σαφές και κατηγορηματικό επίπεδο, αν οι όροι της σύμβασης εργασίας μεταξύ του πανεπιστημιακού και του ιδρύματός του απαγορεύουν την συνεργασία με την φαρμακευτική βιομηχανία, ο ακαδημαϊκός θα πρέπει να απαιτήσει ένα νέο συμβόλαιο με τον εργοδότη του πριν ξεκινήσει μια τέτοια συνεργασία.  Εάν αυτές οι υπηρεσίες δεν είναι έκνομες, τότε δεν υπάρχει νομικό πρόβλημα.
Οι πανεπιστημιακοί που συνεργάζονται με την φαρμακευτική βιομηχανία μπορεί να υποστούν κριτική με βάση το ηθικό τους ή την ηθική.  Το υψηλό ηθικό μετατρέπεται όμως σε ολισθηρή πλαγιά εάν οι κρίσεις για την αξία εκληφθούν λανθασμένα ως προτυποποιήσεις ηθικής.  Κάποιος θα μπορούσε να λάβει υπ’ όψη του ότι η συνεργασία ενός συναδέλφου με την φαρμακευτική βιομηχανία αντανακλά απληστία, ενώ ένας άλλος μπορεί να έκρινε την κριτική ως ζηλόφθονη και υποκριτική.  Είναι η απληστία κληρονομικά χειρότερη από την ζηλοφθονία;  Δείχνει χαμηλό ηθικό για έναν πανεπιστημιακό το να δουλεύει για την φαρμακευτική βιομηχανία;  Εάν κάποιος αποδεχθεί την συμπεριφορά χαμηλού ηθικού ως παραβίαση των αποδεκτών ή κατεστημένων αρχών της καλωσύνης (δηλ. επιλέγοντας μεταξύ των συμφωνημένων ορισμών του σωστού και του λάθους) τότε η απάντηση θα πρέπει να είναι «Όχι»!
Οι συνεργασίες μεταξύ πανεπιστημιακών ερευνητών και διαφόρων βιομηχανιών υπάρχουν σε διάφορες ειδικότητες.  Μάλιστα, περισσότερες από τις μισές κλινικές ερευνητικές δραστηριότητες χρηματοδοτούνται από την φαρμακευτική βιομηχανία (Saver et al, 2002).  Θα ήταν δύσκολο να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν τέτοιες ικανότητες ειδικών χωρίς σε κάποιον βαθμό, να εργαστούν αυτοί με φαρμακοβιομηχανίες.  Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών που επιλέχτηκαν να δημιουργήσουν οδηγίες για την άσκηση επαγγέλματος των κλινικών ιατρών έχουν κάποιες οικονομικές σχέσεις με την φαρμακευτική βιομηχανία, περιλαμβανομένων και κάποιων από τα φάρμακα που αξιολογήθηκαν με εφαρμογή των οδηγιών αυτών (Choudhry et al, 2002).  Είναι αυτή μια αποκάλυψη σοκαριστική;  Όχι – οι πανεπιστημιακοί επιλέγονται να εργαστούν σε στρογγυλές τράπεζες για οδηγίες ακριβώς εξαιτίας της εμπειρίας τους, η οποία τυπικά περιλαμβάνει εμπειρία στην διεξαγωγή κλινικής έρευνας υπό την χορηγία των βιομηχανιών.  Είναι αυτά στοιχεία για το ότι είμαστε υπό κατάληψη;  Όχι – απλά, η φαρμακευτική βιομηχανία είναι ουσιαστικά η μόνη πηγή ανακάλυψης και ανάπτυξης νέων θεραπευτικών χημικών ενώσεων.
Σε αυτήν την εποχή των περιορισμών των δαπανών της κυβέρνησης για την υγεία και την περίθαλψη, πολλοί είναι δικαιολογημένα επικριτικοί για τα κέρδη των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών, αλλά με το να υποδεικνύουν ότι είναι λανθασμένη η συνεργασία με τη βιομηχανία, διότι είναι κερδοφόρα (Anonymous, 2002) φαίνεται να συγχέεται η προσωπική άποψη με το ήθος. Άλλωστε, στην ίδια αυτή βιομηχανία επιτρέπεται να αγοράζει διαφημιστικό χώρο στα περιοδικά μας.
Δεν είναι ανήθικη η αμοιβή για συμβουλευτικές υπηρεσίες, ή η διεξαγωγή έρευνας που να χρηματοδοτείται από φαρμακευτικές εταιρείες. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι είναι ανήθικο να αρνηθούμε την εμπειρία μας στη βιομηχανία που αναπτύσσει νέες θεραπείες. Εάν η εργασία εκτελείται, αλλά η προοπτική της λήψης χρηματοδότησης από την βιομηχανία θεωρείται πολύ ειδεχθής, τότε το εισόδημα θα μπορούσε πάντα να δωρίζεται σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί «ηθική» η παροχή επαγγελματικών δωρεάν υπηρεσιών σε μια επιχείρηση με σκοπό το κέρδος (αν και εδώ ο όρος «ανόητο» έρχεται στο μυαλό).
Αφού διαπιστώθηκε ότι δεν είναι παράνομη, ανήθικη ή μειωτική για το ηθικό η συνεργασία με τη φαρμακοβιομηχανία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι ακαδημαϊκοί συμπεριφέρονται ανήθικα, ανέντιμα ή ακόμα και παράνομα σε αυτές τις σχέσεις, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κίνδυνος της επιστημονικής παραπτώματος στην κλινική έρευνα με χορηγό από την φαρμακοβιομηχανία είναι μεγαλύτερος από ότι στις πιο διάσημες ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενες μελέτες. Η πιθανότητα για συγκρούσεις συμφερόντων που αφορούν την βιομηχανία ενδημεί. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμη και μια σχετικά μέτρια «ευνόηση» της φαρμακευτικής βιομηχανίας μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά του ιατρού (Campbell et al, 1998; Smith, 1998; Wazana, 2000). Είναι επίσης αλήθεια ότι είναι πιο εύκολο να τεκμηριωθούν ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων όταν τα χρήματα αλλάζουν χέρια παρά όταν η σύγκρουση είναι σε ιδεολογικό ή προσωπικό επίπεδο (Kjaergard & Als-Nielsen, 2002)
Οι αντίστοιχες οδηγίες, προκειμένου να βοηθηθούν οι πανεπιστημιακοί να συμπεριφέρονται βάσει κανόνων ηθικής στις σχέσεις τους με τις φαρμακευτικές εταιρείες, εξελίσσονται συνεχώς. Επί του παρόντος, το πιο ευρέως αποδεκτό ηθικό πρότυπο είναι η διαφάνεια (π.χ. σαφής αναφορά των σχέσεων με τη φαρμακευτική βιομηχανία). Αυτό δεν είναι αλάνθαστο, όμως, και οι ανέντιμοι μπορούν απλά να πουν ψέματα για τη φύση και την έκταση των σχέσεών τους με τη βιομηχανία. Μπορούν εντίμως να συμβούν σφάλματα. Υπάρχει ένα σκιώδης όριο μεταξύ των προωθητικών ενεργειών που χρηματοδοτούνται από την βιομηχανία και εκείνων των ενεργειών που πληρούν τις προϋποθέσεις για την πίστωση με βαθμούς της διαρκούς ιατρικής εκπαίδευσης.
Υπάρχουν όμως και γκρίζες ζώνες και πολυπλοκότητες.  Παραδείγματος χάριν, μπορεί κάποιος να αξιολογεί μια εργασία που αναφέρεται σε ευρήματα μιας έρευνας για ένα φάρμακο,  όταν αυτός έχει λάβει χρηματοδότηση από μια εταιρία που κατασκευάζει ένα αντίπαλο φάρμακο; (Mowatt et al, 2002).   Τι θα συμβεί αν η χρηματοδότηση προερχόταν από μία εταιρεία που άλλοτε δεν είχε αλλά που έχει πλέον συγχωνευθεί με μια άλλη εταιρεία;  Τα ισχύοντα πρότυπα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να κρίνουν τις δραστηριότητες που μπορεί να έχουν πραγματοποιηθεί πριν από δέκα χρόνια ή και παραπάνω. Στο «συναισθηματικά φορτισμένο» κλίμα του σήμερα, το να επισημαίνεις απλά μια σχέση με τη φαρμακευτική βιομηχανία δεν φαίνεται να είναι επαρκής λόγος για να αμφισβητηθούν τα αποτελέσματα μιας μελέτης.
          Ελπίζω ότι θα έρθουμε στα συγκαλά μας και θα ασκηθεί κάποια συλλογική καλή κρίση πριν αναπτυχθούν αυστηροί κανονισμοί ή αντιδραστικές πολιτικές για να διασφαλιστεί η ακεραιότητά μας.  Ακόμα και ένα ιδανικό σύστημα κανονισμών θα πρέπει να εξαρτάται από την ακεραιότητα του καθενός ερευνητή (Miller et al, 1998).  Υποδεικνύω ταπεινά ότι ο καθένας από εμάς θα πρέπει να έχει την ευθύνη της ακεραιότητάς του.  Προτείνω ότι οι πανεπιστημιακοί θα πρέπει να διατηρούν τα προϊόντα των χρηματοδοτούμενων από την βιομηχανία προσπαθειών τους ώστε να έχουν τα υψηλότερα πρότυπα δεοντολογίας.  Για το σκοπό αυτό, ενθαρρύνω τους συναδέλφους-αξιολογητές άρθρων στα περιοδικά να ερευνούν για πιθανά σφάλματα όταν τίθεται η υποψία τους.  Αν μια ομιλία στα πλαίσια συνεχιζόμενης επιμόρφωσης φαίνεται να είναι πολύ «μονόπλευρη», αμφισβητήστε τον ομιλητή και σχολιάστε τον αρνητικά.  Αγκαλιάζω το δικαίωμα του αναγνώστη να διαφωνεί και να σέβεται το ότι οι πανεπιστημιακοί ψυχίατροι μπορεί να αξιολογούν τελείως διαφορετικά τις προσπάθειες. Δέχομαι ότι ορισμένοι από τους αναγνώστες αυτού του περιοδικού θα υποθέσουν ότι η δουλειά μου είναι προκατειλημμένη επειδή έχω πολλούς δεσμούς με τη φαρμακευτική βιομηχανία . Παρακαλώ ωστόσο, μην εξακολουθείτε να συγχέετε τις κρίσεις σας για την αξία μου με την ηθική μου.
Μάικλ Θέις (Michael Thase)
Δυτικό Ψυχιατρικό Ινστιτούτο και Κλινική
Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ,
3811 Οδός Ο’ Χάρα, Πίτσμπουργκ, PA15213-2593, ΗΠΑ.


ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Anonymous (2002) Just how tainted has medicine become? Lancet, 359, 1167.
Campbell, E.G., Louis, K. S. & Blumenthal, D. (1998) Looking a gift horse in the mouth.  Corporate gifts supporting life sciences research. Journal of the American Medical Association, 279, 995-999.
Carpenter, W.T. (2002) From clinical trial to prescription. Archives of General Psychiatry, 59, 282-285.
Choudhry, N.K., Stelfox, H.T. & Detsky, A. S. (2002) Relationships between authors of clinical practice guidelines and the pharmaceutical industry. Journal of the American Medical Association, 287, 612-617.
Healy, D. (2002) The Creation of Psychopharmacology. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Kjaergard, L. L. & Als-Nielsen, B. (2002) Association between competing interests and authors’ conclusions: epidemiological study of randomised clinical trials published in the BMJ. BMJ, 325, 249-252.
Miller, F.G., Rosenstein, D. L. & DeRenzo, G. (1998) Professional integrity in clinical research. Journal of the American Medical Association, 280, 1449-1454.
Mowatt, G., Shirran, L., Grimshaw, J.M., et al (2002) Prevalence of honorary and ghost authorship in Cochrane reviews. Journal of the American Medical Association, 287, 2769-2771.
Rochon, P.A., Gurwitz, J.H., Cheung,C.M., et al (1994) Evaluating the quality of articles published in journal supplements compared with the quality of those published in the parent journal. Journal of the American Medical Association, 272,108-113.
_ , Bero, L. A., Bay, A.M., et al (2002) Comparison of review articles published in peer-reviewed and throwaway journals. Journal of the American Medical Association, 287, 2853-2856.
Saver, J. L., Kidwell, C. S. & Starkman, S. (2002) Thrombolysis in stroke: it works! BMJ, 324, 727-729.
Smith, R. (1998) Beyond conflict of interest. BMJ, 317, 291-292.
Torrey, E. F. (2002) The going rate on shrinks. Big pharma and the buying of psychiatry. American Prospect, 15 July, 15-16.
Wazana, A. (2000) Physicians and the pharmaceutical industry: is a gift ever just a gift? Journal of the American Medical Association, 283, 373-380.